- κύκλωση
- ηπερικύκλωση, περικύκλωμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κύκλωση — η (AM κύκλωσις) [κυκλώ (II)] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κυκλώνω, περικύκλωση 2. (ειδ.) το κλείσιμο τού εχθρού σε κλοιό, η περίσφιγξή του απ όλες τις πλευρές (α. «συντελέστηκε η κύκλωση και η αποκοπή τού φρουρίου» β. «πρὶν καὶ τὴν πλέονα… … Dictionary of Greek
κυκλώσῃ — κυκλώσηι , κύκλωσις surrounding fem dat sg (epic) κυκλάζω go round about fut part act fem dat sg (attic epic ionic) κυκλόω encircle aor subj mid 2nd sg κυκλόω encircle aor subj act 3rd sg κυκλόω encircle fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek
γυροβολώ — ( άω) 1. περιφέρομαι, τριγυρίζω 2. περιβάλλω έναν τόπο με φράγμα 3. συλλαμβάνω κάποιον με κύκλωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < γύρος + βολώ < βόλος < βάλλω] … Dictionary of Greek
κυκλωτικός — ή, ό αυτός που διενεργείται με σκοπό την κύκλωση, αυτός που αποβλέπει σ αυτήν ή τήν επιδιώκει («οι κυκλωτικές κινήσεις τού εχθρού απέτυχαν»). επίρρ... κυκλωτικώς και ά με κυκλωτικό τρόπο, με κυκλωτική κίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυκλώνω. Η λ.… … Dictionary of Greek
περικύκλωση — η / περικύκλωσις, ώσεως, ΝΑ [περικυκλώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού περικυκλώνω, κύκλωση από όλες τις πλευρές νεοελλ. στρ. ο αποκλεισμός μιας στρατιωτικής δύναμης από όλες τις κατευθύνσεις, με σκοπό την παρεμπόδιση τού εφοδιασμού και τών… … Dictionary of Greek
ροντέο — (rodeo). Θέαμα που παρουσιάζουν οι «κάου μπόις» σε κατάλληλους χώρους για να επιδείξουν την ικανότητα των αγωνιζόμενων να δαμάζουν ατίθασα ζώα (ο όρος κατάγεται από το ισπανικό rodear και στο αμερικανικό Γουέστ σημαίνει και την κύκλωση των ζώων… … Dictionary of Greek
Αούστερλιτς — (Austerlitz). Γερμανική ονομασία της κωμόπολης Σλάφκοφ στην επαρχία Μοραβίας της Τσεχίας, κέντρου αγροτικής περιοχής. μάχη του Α. Αποφασιστική φάση του πολέμου μεταξύ των ενωμένων αυστριακών και ρωσικών δυνάμεων εναντίον του Ναπολέοντα Α’, που… … Dictionary of Greek
Άρβηλα — (Αrbela).Aρχαία ασσυριακή πόλη της Περσικής αυτοκρατορίας, στο σημερινό Ιράκ, ονομαστή για την περίφημη νίκη του Μεγάλου Αλεξάνδρου εναντίον του Δαρείου Γ’ (331 π.Χ.). Αφού κατέλαβε όλες τις μεσογειακές επαρχίες της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών… … Dictionary of Greek
Γιουτλάνδη — (δαν. Jylland, γερμ. Jutland). Χερσόνησος (περ. 42.000 τ. χλμ.) της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης που εκτείνεται προς τα ΒΔ, μεταξύ της Βόρειας θάλασσας στα Δ και του Κατεγάτη και του Μικρού Βέλτη προς τα Α. Το βόρειο τμήμα της, που είναι και το… … Dictionary of Greek